υποψήφιας με την «Ανταρσία στις γειτονιές της Αθήνας»
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Αθήνα «δοξάστηκε» ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Εκτός από τον ετήσιο τίτλο, βέβαια, και κάμποσα λεφτά που φαγωθήκαν σε παράτες (συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια), δεν έμειναν και πολλά από το τότε «πολιτιστικό» κλέος. Μόνο η διαχρονική προσπάθεια των εκάστοτε δημάρχων (και των τουριστικών πρακτόρων) να διαφημίσουν την πόλη ως κέντρο του «πολιτισμού» στην Ευρώπη, κάτι σαν το (παραγκωνισμένο) Παρίσι των Βαλκανίων.
Κάτι το αρχαίο κάλλος (αθάνατο!), κάτι το άγχος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους να γαντζωθεί από τη δόξα των προγόνων, διασώθηκαν κάμποσοι αρχαιολογικοί χώροι στο ιστορικό κέντρο και στα πέριξ. Το αστικό τοπίο, βέβαια, συμπληρώθηκε από πολυκατοικίες και σύγχρονα… μνημεία βωβής αισθητικής. Με τον Δήμο να επικροτεί και τους κατοίκους να παρακολουθούν άφωνοι.
Με σφιγμένα δόντια παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια την Αθήνα να μετατρέπεται σε μια πόλη των αντιθέσεων. Από τη μια η Ντίσνεϋλαντ για τους τουρίστες, με πεζόδρομους και πλατείες που προσφέρουν θέα στην Ακρόπολη (συνοδευόμενη από τον πιο ακριβό καφέ σε όλη την Ευρώπη!), οι συνοικίες που έχουν «αναπλαστεί» διώχνοντας κατοίκους και παραδοσιακές χρήσεις, για να μετατραπούν σε διασκεδαστήρια και περαντζάδες για κοσμικούς, τα τεράστια και πανάκριβα εμπορικά κέντρα. Από την άλλη οι υποβαθμισμένες συνοικίες, οι πιάτσες της ηρωίνης, οι άστεγοι που πολλαπλασιάζονται, οι μετανάστες που στοιβάζονται σε πλατείες ή διαμερίσματα, οι πλατείες που παραδίδονται (με την ανοχή της αστυνομίας) στο οργανωμένο έγκλημα και στις ομάδες των ακροδεξιών.
Κι όμως, πολύ πριν ο κος Προβόπουλος ανακαλύψει τις… τεράστιες σπατάλες δημοσίου χρήματος στα ΚΑΠΗ, υπήρχαν εργαζόμενοι που έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς. Πολύ πριν το Γκαζοχώρι μετατραπεί σε συνοικία ακριβών εστιατορίων, οι αρχαιολογικοί χώροι είχαν ανοίξει για τα παιδιά από οικογένειες Τουρκόφωνων και μουσουλμάνων, είχαν διοργανωθεί εκπαιδευτικές δράσεις που έδιναν βάρος στη διαπολιτισμική προσέγγιση της ιστορίας, των μνημείων και της λαϊκής παράδοσης, τέτοια που να μπορεί να κάνει αυτά τα παιδιά συμμέτοχα και όχι απόβλητα της ελληνικής πραγματικότητας. Τα Μουσεία είχαν ανοίξει τις πύλες τους σε ναρκομανείς και κοινωνικά αποκλεισμένους. Μόλις πέρσι το Επιγραφικό Μουσείο διοργάνωσε τριήμερη γιορτή για μεγάλους και παιδιά καταργώντας το «άβατο» της οδού Τοσίτσα. Με πρωτοβουλία των εργαζόμενων σε αυτά. Των εργαζόμενων που λοιδορούνται σήμερα ως κηφήνες, αναξιοκρατικά προσληφθέντες, μόνιμοι ή συμβασιούχοι, με μισθό ή απλήρωτοι.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Μνημόνιο, έχουμε περισσότερους εργαζόμενους στο δημόσιο από όσους χρειαζόμαστε. Πράγματι, έχουμε εργαζόμενους στον πολιτισμό και στα μουσεία, στους παιδικούς σταθμούς, στη βοήθεια για τους ηλικιωμένους, στους δημοτικούς ξενώνες για τους άστεγους ή τα θύματα κακοποίησης, στα Προγράμματα Απεξάρτησης. Περιττή πολυτέλεια. Αφού, καθώς φαίνεται, μπορούμε κάλλιστα να αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα με περισσότερη αστυνομία, διώχνοντας ή μεταφέροντας τους φτωχούς, τους μετανάστες και τους αποκλεισμένους από το κέντρο της Αθήνας σαν να ήταν σκουπίδια. Κοστίζει λιγότερο, βλέπετε…
Δύο πόλεις παλεύουν στον ίδιο Δήμο. Από τη μια βρυχάται η πόλη του Κακλαμάνη, του Βωβού και του Μιχαλολιάκου. Απέναντι, η πόλη των εργαζόμενων που επιμένουν, των επιτροπών κατοίκων, της αλληλεγγύης και της διεκδίκησης, χτίζει τον δικό της πολιτισμό. Όλα όσα μας έκρυψαν κάτω από την άσφαλτο, μπορούμε να τα ξαναφέρουμε στην επιφάνεια.